Ολλανδός

Ολλανδός
Ολλανδός, ο και Ολλανδέζος, ο θηλ. Ολλανδή και Ολλανδέζα
ο κάτοικος της Ολλανδίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ολλανδός — ο, θηλ. Ολλανδή [Ολλανδία] ο κάτοικος τής Ολλανδίας ή αυτός που κατάγεται από την Ολλανδία …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδέζος — ο, θηλ. Ολλανδέζα [Ολλανδός] Ολλανδός …   Dictionary of Greek

  • Άα, Πιέτερ Βαν ντερ — I (1530 – 1594). Ολλανδός νομομαθής. Δίδαξε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Λουβέν. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους νομικούς της εποχής του. Είναι γνωστός και με το λατινικό όνομα Βαντεράμους. II (18ος αι.).Ολλανδός βιβλιοεκδότης και βιβλιοπώλης …   Dictionary of Greek

  • Βερχόφεν, Πολ — (Paul Verhoeven, Άμστερνταμ 1938 –). Ολλανδός σκηνοθέτης. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν και ξεκίνησε την καριέρα του σκηνοθετώντας ντοκιμαντέρ για το ολλανδικό βασιλικό ναυτικό και την τηλεόραση. Το 1971 έκανε την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ένγκελμπρεχτς ή Ενγκελμπρέχτσεν, Κορνέλιους — (CornelisEngelbrechtzEngelbrechtsen, 1468 – 1533). Ολλανδός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Λούκας Βαν Λέιντε. Υπήρξε ο πρώτος Ολλανδός ζωγράφος που ασχολήθηκε με την ελαιογραφία. Χαρακτηριστικό της τέχνης του είναι οι επιμήκεις φιγούρες και οι… …   Dictionary of Greek

  • Κρόιφ, Γιόχαν — (Johan Kruyff, Άμστερνταμ 1947 –). Ολλανδός ποδοσφαιριστής και προπονητής. Υπήρξε ένας από τους πλέον διάσημους ποδοσφαιριστές στη δεκαετία του 1970, μαζί με τον Πελέ και τον Μπεκενμπάουερ, ενώ του αποδόθηκε το προσωνύμιο του Ιπτάμενου Ολλανδού.… …   Dictionary of Greek

  • Κρούτζεν, Πάουλ — (Paul Crutzen, Άμστερνταμ 1933 –). Ολλανδός μετεωρολόγος. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός και το 1961 προσελήφθη ως προγραμματιστής στο τμήμα μετεωρολογίας του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Το 1963 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Ρέμπραντ, Χάμερσον βαν Ρέιν — (Rembrandt, Λέιντεν 1606 – Άμστερνταμ 1669). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους καλλιτέχνες του 17ου αι. Ήταν μαθητής του Σβάνενμπουργκ και για ένα μικρό χρονικό διάστημα (μεταξύ 1623 και 1624) του Λάστμαν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”